συκοφαντοῦν

συκοφαντοῦν
σῡκοφαντοῦν , συκοφαντέω
to be a
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
σῡκοφαντοῦν , συκοφαντέω
to be a
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καρβουνιάρης — ο, θηλ. καρβουνιάρισσα (Μ καρβουνιάρης, θηλ. καρβουνιάρισσα και καρβουνάρης, θηλ. καρβουνάρισσα) 1. αυτός που παρασκευάζει κάρβουνα 2. αυτός που πουλάει κάρβουνα, καρβουνοπώλης 3. μτφ. μαύρος από καρβουνόσκονη, από καπνιά, μουντζούρης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”